- εὐάρματος
- εὐάρματοςwith beauteous carmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευάρματος — εὐάρματος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ωραία άρματα («εὐαρμάτου ἄλσους», Σοφ.) 2. νικητής στο αγώνισμα τής αρματηλασίας («εὐάρματον ἄνδρα», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άρματος (< άρμα), πρβλ. πολυ άρματος, χρυσ άρματος] … Dictionary of Greek
εὐάρματον — εὐάρματος with beauteous car masc/fem acc sg εὐάρματος with beauteous car neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαρμάτοις — εὐάρματος with beauteous car masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαρμάτου — εὐάρματος with beauteous car masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαρμάτους — εὐάρματος with beauteous car masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐάρματε — εὐάρματος with beauteous car masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρμα — Αρχαία πόλη της Ταναγραίας στη Βοιωτία. Πήρε το όνομά της από το άρμα του Αμφιάραου που, σύμφωνα με τοπική παράδοση, εξαφανίστηκε στη θέση αυτή κατά τη φυγή των Αργείων από τις Θήβες. Την πόλη αυτή μνημονεύει και ο Όμηρος. * * * (I) ἄρμα, η (Α)… … Dictionary of Greek